Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

28 Ιουλ 2023

Γκαλερί ΔΙΠΟΛΟ και Βασίλης Ιωαννίδης

Έργο του Ντίνου Παπασπύρου

Κατά την περίοδο 2008 έως 2011 ο Βασίλης Ιωαννίδης φιλοξένησε στη γκαλερί του Δίπολο (Δημητρίου Γούναρη 53) οκτώ εκθέσεις με θέμα τη Θεσσαλονίκη και κυρίως την αστική τοπιογραφία της. Πολλά από αυτά τα έργα εκτέθηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (Βίλα Μπιάνκα), μετά τον θάνατο του ζωγράφου και γκαλερίστα, σε μία μεγάλη έκθεση με τίτλο «Δίπολο: Ένα εικαστικό μυθιστόρημα για τη Θεσσαλονίκη» (2023). Με αφορμή την έκθεση κυκλοφόρησε ένας ιδιαίτερα επιμελημένος τόμος 228 σελίδων, την επιστημονική επιμέλεια του οποίου είχε ο εκλιπών, ενώ τον σχεδιασμό και την επιμέλεια δημιουργικού η κόρη του Μαρία Ιωαννίδου. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική συνθετική εργασία, για μια προσφορά του Βασίλη Ιωαννίδη στην πόλη του, στην τέχνη του και στους συναδέλφους του, από την οποία θα ωφεληθεί όχι μόνο το ειδικό κοινό, αλλά και το ευρύτερο κοινό που απολαμβάνει τη ζωγραφική και αγαπά τη Θεσσαλονίκη.


Στον τόμο εκπροσωπούνται με έργα τους οι ζωγράφοι: Γιάννης Αδαμαντίδης, Άρτεμις Βλαχοπούλου, Σώτος Ζαχαριάδης, Φώνης Ζογλοπίτης, Ναταλία Θωμαῒδου, Βασίλης Ιωαννίδης, Κώστας Κουτρουμπής, Γιάννης Μαβίδης, Φίλιππος Μάνος, Ντίνος Παπασπύρου και Γιάννης Τσατσάγιας. Τα έργα τους είναι κατανεμημένα στις παρακάτω ενότητες, που αντιστοιχούν σε εκθέσεις που έγιναν στη γκαλερί Δίπολο: Άνω Πόλη, Το λιμάνι, Παραλία - Θερμαϊκός, Σκηνές με ανθρώπους στην παραλία, Κεντρική αγορά, Παραβαρδάρια περιοχή - Σιδηροδρομικός σταθμός, Γενικές απόψεις της Θεσσαλονίκης - Περιαστικός χώρος, Μνημεία της Θεσσαλονίκης - Αρχιτεκτονικά και βιομηχανικά κτίσματα.

 

Έργα του Κώστα Κουτρουμπή


Έργα του Γιάννη Τσατσάγια

Έργο του Βασίλη Ιωαννίδη

Ο ζωγράφος-γκαλερίστας Βασίλης Ιωαννίδης (2010)


15 Αυγ 2022

Ζωή Σαμαρά: «Ποίηση της κριτικής»*

Ποίηση είναι να πάρεις το άδειο και να το γεμίσεις, για να νιώσεις το δέος της δημιουργίας∙ να πάρεις το γεμάτο και να το αδειάσεις, για να ζήσεις τη γοητεία της ερημιάς1.

«Τι λέει;» απόρησε η μητέρα τού Rimbaud, μπροστά στο πολύμορφο Μια εποχή στην κόλαση, που αξιοποιεί και υπερβαίνει όλα τα είδη της γραφής. Ο νεαρός ποιητής απάντησε: «Λέει αυτό που λέει», και πρόσθεσε μια φράση-κλειδί για την ανάγνωση της ποίησης: «littéralement et dans tous les sens». Καθώς η λέξη «sens» σημαίνει σημασία και κατεύθυνση, η φράση έχει τουλάχιστον δύο σύνθετα νοήματα

με τη σειρά που το βλέπεις και με όποια σειρά θέλεις

κατά κυριολεξία και με όλες του τις σημασίες.

Διαβάζω ένα ποιητικό βιβλίο, το ξαναδιαβάζω, το περιδιαβάζω. Με εμπνέει και θέλω να γράψω γι’ αυτό. Δεν θα επιτρέψω, ωστόσο, στον εαυτό μου να περάσει στη γραφή, αν δεν το νιώσω, αν δεν το ζήσω, ακριβώς όπως ένας δημιουργός το έργο του. Κι εκείνο συνεχώς ξεφεύγει από τα χέρια μου, από το βλέμμα μου. Προσπαθεί να με ξεγελάσει. Ανατρέπει με μια του λέξη ό,τι συνέλαβα ως τώρα με τη βάσανο της επαρκούς ανάγνωσης.

Θυμάμαι την εποχή που διάβαζα ακαταπόνητα τον Jean Cocteau. Μεταπτυχιακή σε θέματα ποιητικής, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τους ορισμούς των λογοτεχνικών ειδών που διακονούσε. Τους τίτλους των βιβλίων θεατρικών του έργων ακολουθούσε η ένδειξη poésie de théâtre, θεατρική ποίηση, των μυθιστορημάτων του poésie de roman, μυθιστορηματική ποίηση. Με τον ίδιο τρόπο έγραφε poésie critique, κριτική ποίηση, που επιλέγω να μεταφράσω ποίηση της κριτικής. Βρήκα την απάντηση στην poésie cinématographique, κινηματογραφική ποίηση, στην ταινία του Le Testament dOrphée (Η διαθήκη του Ορφέα, 1960) σχόλιο για το σύνολο του έργου του, με σεναριογράφο, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο, και με φίλους του, μεγάλους της τέχνης, όπως ο Πικάσο, σε σύντομες εμφανίσεις. Το έργο αρχίζει με τον Cocteau να ζωγραφίζει λουλούδια σε βάζο. Όταν η κάμερα στρέφεται στον πίνακα, βλέπουμε μια αυτοπροσωπογραφία. Όπως σχολίασε ο ίδιος: «Ο καλλιτέχνης πάντα αναπαριστά τον εαυτό του». Εικάζω ότι, για τον πολυτάλαντο Γάλλο ποιητή, ποίηση σημαίνει τη θέαση του κόσμου και την απεικόνιση του δημιουργικού εγώ. Διαφωνώ με το δεύτερο σκέλος του ορισμού, επαναστατώ, αργότερα συνθηκολογώ, έτοιμη να αρχίσω τη συζήτηση με κάποιο βιβλίο, πάντα πρώτα με το βιβλίο, στη συνέχεια με το συγγραφέα του, δηλαδή, το Έργο του, και μάλλον αυτό υπαινισσόταν ο καλλιτέχνης με το πορτραίτο του: ο συγγραφέας αντανακλά το έργο του όσο το έργο το συγγραφέα του.

Αναρωτιέμαι τότε αν ο ποιητής οφείλει να αποκαλύψει τα μυστικά τού ποιήματος∙ απαντώ αρνητικά. Και αν κρύβονται στο ασυνείδητο και δεν τα γνωρίζει; Και αν με μια του λέξη δώσει την τελική –και τελειωτική– ερμηνεία στο ποίημα; Ίσως βέβαια οι εικασίες μου να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα – το ασυνείδητο να μην μπορεί να κρύψει τα μυστικά μας για πολύ, τελική ερμηνεία να μην υπάρχει στην τέχνη. Άρα, το μόνο αναμφισβήτητο μυστήριο είναι η παντοδυναμία της ποιητικής γλώσσας, όταν αφήνει ένα κενό στη γεύση του αναγνώστη, θυμίζοντάς του ότι η ποίηση γράφεται για να ξαναδιαβαστεί. Ο ποιητής, εντούτοις, οφείλει να δώσει τη δική του μαρτυρία, σε κείμενό του, για το πώς οδηγήθηκε στη γραφή γενικά ή του συγκεκριμένου έργου. Να μας προσκαλέσει σε ένα δικό του ταξίδι.

Καθώς δίδασκα ποίηση μια ζωή, είχα πολλές φορές την ευκαιρία να καλέσω τους φοιτητές να μοιραστούν το δέος που ένιωθα μπροστά στους σπουδαίους ποιητές, να περπατήσουν στον ίδιο τόπο με τον ποιητή, να βιώσουν τις λέξεις, να τις αναλύσουν με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Τους ζητούσα να διαβάζουν το ποίημα δυνατά και σιωπηλά. Να ζήσουν την προφορική και τη γραπτή του όψη. Nα ανακαλύψουν τη λειτουργία της ποιητικής λέξης, κυρίως με ποιο τρόπο παίζει θέατρο. Καλή ηθοποιός, υποδύεται συγχρόνως πολλές σημασίες, ενώ η κάθε σημασία παίζει κρυφτό μαζί μας, εμφανίζεται, κρύβεται –όπως το παιχνίδι fort/da του εγγονού του Freud– και, το δευτερόλεπτο που τη χάνουμε από τη σκέψη μας, ανανεώνεται. Φανταστείτε λοιπόν τι γίνεται, έλεγα, όταν ξαναδιαβάσουμε το ποίημα την επόμενη μέρα. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε από την πρώτη ανάγνωση έχουν το χρόνο να λειτουργήσουν δημιουργικά, ώστε να πρόκειται για άλλο ποίημα, πιο ώριμο, πιο σύνθετο. Τελικά, η ποίηση είναι λέξεις, αλλά ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση στη γλώσσα: γεννά λέξεις και τις ενθαρρύνει να αλλάζουν συνεχώς προσωπείο. Αυτά τα προσωπεία ήθελα να φορέσει στη λέξη ο φοιτητής, να γευτεί τη θεατρική μαγεία της.

Αν μεταφράσω φαντασιακά τον τίτλο του Barthes Le plaisir du texte ως Η έκσταση του κειμένου, αναφέρομαι σε προνόμιο που το κείμενο παραχωρεί μόνο στον υπέρ-αναγνώστη. Αναγιγνώσκω: γνωρίζω ξανά. Διαβάζουμε γιατί έχουμε παιδεία. Δεν είναι φαύλος κύκλος, είναι μαγικός κύκλος. Αν δεν έχουμε καλή σχέση με το βιβλίο, δεν αποκτούμε τον δικό μας τρόπο να βλέπουμε την ποίηση, τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη ζωή. Και τότε, η ποίηση-λογοτεχνία, καθώς αναπτύσσεται από την πολυσημία της, κινδυνεύει να γίνει μονοσήμαντη. Αναγιγνώσκουμε το βιβλίο με τα μάτια ανοιχτά. Αν η ανάγνωση γίνει με τα μάτια κλειστά, θα ξαναμάθεις μόνο όσα γνωρίζεις.

Η ποίηση, γράφω σε πρόλογό μου2, είναι η πιο ουσιαστική προσφορά στη θεά Μνημοσύνη. Όταν ο άνθρωπος βρεθεί σε έναν γκρίζο κόσμο, που δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί, τα ενθαρρυντικά χαμόγελα των οικείων του μοιάζουν με φωτοσκιάσεις όντων από άγνωστο πλανήτη. Τότε η ποίηση θυμάται την ετυμολογία της και ποιεί. Οι μεγάλοι τραγικοί, έγραφε ο Αριστοτέλης, «πολιτικώς εποίουν λέγοντας»3.

Στη μελέτη μου «Μυθικές δομές και σύγχρονη συνείδηση»4, παρακολουθώ τους κοινούς θνητούς στην αρχαία ελληνική γραμματεία, καθώς ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι. Αγέρωχη η στάση τους ακόμη και στο θάνατο, κρατούν έναν οβολό για τον Χάρωνα, τον πορθμέα του Άδη. Όταν, στους Βατράχους, ο Αριστοφάνης αναπαριστά το βαρκάρη γέρο και οκνηρό και τους νεκρούς ακούσιους κωπηλάτες, δημιουργεί μία εξόχως κωμική εικόνα, χωρίς να ανατρέπει την ουσία του μύθου. Ο ποιητής αναπλάθει την κοινωνία και την ποίηση, με μια δική του διαλεκτική. Μύθος και ονειροπόληση δημιουργούν τον κοσμικό χωρόχρονο και συνδέουν το δημιουργό με τις χαμένες ρίζες του5.

Εξίσου σημαντική με το χώρο είναι, για τη γραφή του ποιήματος, η ονειροπόληση. Και καθώς στα ομηρικά έπη ονειροπόλος είναι εκείνος που κατέχει την επιστήμη της ονειρικής6, ενώ στους πλατωνικούς διαλόγους ονειροπολέω σημαίνει «ονειρεύομαι»7, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, στην αρχαία σκέψη, τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης του είναι κάτοικοι στη χώρα του Φαντασιακού. Η ονειροπόληση επιτρέπει στον ποιητή να αναπαυθεί στην καρδιά του σύμπαντος. Και όταν το δίπολο ονειροπόληση-μύθος ολοκληρώνεται σε τριαδικό σχήμα (ονειροπόληση-μύθος-ποίηση), όπως η φιλοσοφική έκφραση της θεωρίας της σχετικότητας (χώρος-χρόνος-είναι), κινούμαστε από τη μοναχικότητα της ονειροπόλησης στη συλλογικότητα του προφορικού μύθου, και ξανά σε ατομική δημιουργία, αλλά του γραπτού αυτή τη φορά. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, ότι η μοναχικότητα του γραπτού πηγάζει από κοσμικό φαινόμενο8.

Αν οι σχέσεις κειμένου και κριτικής είναι διαλογικές, τότε το εγώ-λογοτεχνία βλέπει την εικόνα του στον καθρέφτη-κριτική, κατανοεί τη νέα του ύπαρξη, ενώ παρακολουθεί τον εαυτό του από την άλλη πλευρά, με τα μάτια της κριτικής. Αυτή η θέαση ισχυροποιεί τη διαλογική φύση της γραφής και μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε στο κείμενό μας την εγγραφή του Άλλου. Γι’ αυτό και πολλοί κριτικοί δεν θεωρούν τη λογοτεχνικότητα ενδογενή ιδιότητα του κειμένου, αλλά μια αξία που απονέμεται από την κριτική9.

Ο Roger Fayolle έγραφε πριν από πολλά χρόνια στο βιβλίο του Η κριτική: «Ο παραδοσιακός διαχωρισμός ανάμεσα σε δημιουργούς και κριτικούς δεν έχει πια νόημα. Ο πραγματικός κριτικός είναι δημιουργός όσο και ο ποιητής»10.

Πόσο όμως δημιουργικός είναι σήμερα ο ποιητής; Ζούμε στον κόσμο της υπερ-πληροφόρησης. Γι’ αυτό και ζούμε, όπως λέει ο Baudrillard, στον κόσμο της μη σημασίας, της απουσίας νοημάτων11. Ο κόσμος μας είναι καταδικασμένος στην ανάλυση, συχνά στη διάλυση, στην αποσύνθεση, βρίσκεται μακριά από το ρήμα ποιέω. Ο ρόλος του κριτικού γίνεται επομένως πρωταρχικός. Ο κριτικός δεν κρίνει πια. Θέτει το ερώτημα πώς παράγεται το νόημα, δημιουργεί ο ίδιος νοήματα και ξαναγράφει. Για να γράψει πρέπει να αισθανθεί αυτό που ο Proust αποκαλούσε «ζωή στην τέχνη»12, μια σύνθετη άποψη για τη ζωή που βρίσκεται μέσα στα λογοτεχνικά κείμενα που μελετά.

Μετά από πολλές δεκαετίες διδασκαλίας, μελέτης και γραφής, ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν έχω καμιά αμφιβολία πως, σε πρώτο στάδιο, η ποίηση γράφει τον ποιητή, τον δημιουργεί, τον μεταμορφώνει. Και τότε, ο ποιητής γράφει, γιατί έχει πλέον απόλυτη εμπιστοσύνη στις λέξεις, γιατί, αθεράπευτος υπερρεαλιστής, ερωτοτροπεί συνεχώς μαζί τους. Η δική του ερμηνεία των ποιημάτων του είναι τα ίδια τα ποιήματα. Και ο κριτικός γράφει, γιατί τολμά να κοιτάξει κατάματα το ποίημα, γιατί ερωτοτροπεί με την ποιητική γλώσσα του Άλλου, γιατί το ποίημα του δίνει την ψευδαίσθηση ίσως και τη βεβαιότητα ότι εκείνη τη στιγμή είναι και ο ίδιος ποιητής.

Αν, λοιπόν, γράφεις κριτική, δεν απαντάς στο γνωστό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής το είπε. Θέλει να πει αυτό που λέει το ποίημα (Rimbaud). Ο Έλληνας ποιητής το λέει από την εποχή του Ομήρου. Αυτό είναι το μεγαλείο της Ελληνικής. Ο πλούτος της οφείλεται στις βαθιές ρίζες της και στους μεγάλους ποιητές της. Αυτό τουλάχιστον ποιος ανάμεσά μας τολμά να το αμφισβητήσει;

Ζωή Σαμαρά

 

1 Από συνέντευξή μου στη Λιάνα Τσώνου, Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 30 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 2006.

2 Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης (Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer), Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ρώμη, 2019, σ. 7.

3 Ποιητική 1450b.

4 Ποίηση και Όνειρο, Πρακτικά 32ου Συμποσίου Ποίησης (5-8 Ιουλίου 2012), Αθήνα, Εκδόσεις Μανδραγόρας / Δοκίμια και Κριτική, 2013, σ. 55-61.

5 Βλ. την αντιφώνησή μου «Ανάγνωση Γνώση Ποίηση», Αναγόρευση Ζωής Σαμαρά σε επίτιμη διδάκτορα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, 2009, σ. 18.

6 Ιλιάδα Α 63, Ε 149.

7 Πολιτεία 534c, Τίμαιος 52b.

8 Θεωρία που προτείνω στη μελέτη «Rêverie et Mythe», Questions de Mythocritique. Dictionnaire, επιμ. Danièle Chauvin, André Siganos, Philippe Walter, Παρίσι, Εκδόσεις Imago, 2005, σ. 295-305.

9 Βλ. την ανακοίνωσή μου «Η κριτική ως λογοτεχνικό είδος», Συμπόσιο, 20 χρόνια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τα Τετράδια της Π.Π.Κ. (Μάιος 1998), τεύχος 6, σ. 22.

10 La Critique, Παρίσι, Armand Colin, 1978, σ. 155.

11 Jean Baudrillard, Simulacres et Simulations, Παρίσι, Galilée, 1981, σ. 121.

12 Marcel Proust, Pastiches et Mélanges, Παρίσι, Gallimard, 1919 (1970), σ. 102. 

 

[*Το κείμενο της Ζωής Σαμαρά αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Απόπλους, τεύχος 89-90, φθινόπωρο 2021, σ. 149-53.]

 

 

2 Μαΐ 2022

Τα συμφραζόμενα συγκροτούν το νόημα

[Ειρήνη Βακαλοπούλου, Τοκάτα, Εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2021]

Ένας ιδιαίτερος ψυχισμός αλλά και μια ιδιαίτερη αντίληψη και άποψη για τη γλώσσα και για την ποίηση αποκαλύπτονται στην ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή Τοκάτα τής Ειρήνης Βακαλοπούλου. Σε προηγούμενα ποιήματά της υπήρχαν διάσπαρτα δάκρυα, ενώ εδώ ένα κλάμα, ένα ενιαίο μοιρολόγι, ένα έργο που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της φθοράς και της πολυδιάσπασης που χαρακτηρίζουν και τον κόσμο συνολικά και τον προσωπικό μας κόσμο. Η ποιήτρια ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει: «Όψη θανάτου / στη λήξη του θέρους». Δεν υπάρχει κάποιου είδους αναζήτηση, αφού όλα είναι γνωστά, αφού το τέλος έχει ήδη προηγηθεί: «έχω υπάρξει πολλές φορές νεκρός». Στο ένα και μοναδικό ποίημα του βιβλίου όλα τελούν υπό κατάρρευση, μέχρι που έρχεται ο τελευταίος στίχος να ανατρέψει κάθε μελαγχολική ενατένιση της ζωής: «Είμαι ζωντανός». Στην Τοκάτα η έλλειψη κεντρικού εμφανούς νοηματικού πυρήνα και η ποικιλομορφία εικόνων και αναφορών δημιουργούν την εντύπωση ότι τα συμφραζόμενα συγκροτούν το νόημα, ότι το κεντρικό θέμα του ποιήματος προκύπτει από την περιγραφή του πλαισίου. Πρόκειται για ένα ποίημα δύσκολο στην ερμηνεία του, που μπορεί όμως να διαβαστεί και να κατανοηθεί με πολλούς τρόπους. Για όσους αναγνώστες το επιθυμούν, μπορεί να συνεχιστεί η ανάγνωση και έξω από το βιβλίο, στη δική τους ζωή. Ακολουθούν τρία μικρά αποσπάσματα: 


«Το αίμα κάνει πόλεμο

  είναι ποτάμι

  πηγαίνει με τη φορά της συλλαβής

  μα εσύ αντάλλαξες την άγρια ταχύτητα

  μ' αέρα κρύο κι άκαμπτο»

  (σ. 11) 


«Είσαι η ανοιχτή πύλη της χαράς

  κι ένα φύλλωμα απ' τον Παράδεισο.»

  (σ. 13)


 «λυπάμαι για την άπειρη μέρα

   κάθε πρωί πρέπει να της μαθαίνω

   τα ίδια πράγματα

   να μην ξεχάσω να της πω το ένα

   να μην ξεχάσω να της πω το άλλο

   και πως σε άλλη γεωμετρία

   κάθε τι είναι όπως το αφήσαμε.»

   (σ. 15)

Αγνή Αγγελούδη

21 Απρ 2022

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Χάρτινα πλούτη

Δύο ποιήματα από τη συλλογή Διαλέγω το λευκό, Εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022.


ΧΑΡΤΙΝΑ ΠΛΟΥΤΗ


Χάρτινα κάστρα έγραφε η μοίρα μας

από τους χάρτινούς μας πύργους να θωρούμε

τον κάμπο κάτω τον βαθύ, τους χίλιους κήπους μας

χαμένους μέσα στις δροσιές και τις σκιές τους.


Χάρτινες θάλασσες πλατιές, χάρτινα όνειρα

πλεούμενα μικρά λευκά πανάκια

χάρτινα βότσαλα μικρά, χάρτινα βήματα

σ' άγνωστους όμορφους γιαλούς αγαπημένους.


Χάρτινα πρόσωπα μάς δώρισε μετά,

                                 χάρτινα δάκρυα

ανώδυνα γλυκά που δεν κυλούνε

χάρτινα λόγια κι αγκαλιές, χάρτινους έρωτες

χάρτινα κόκκινα φιλιά που δεν ξεφτούνε.

 

*

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

 

Το δέντρο στέκει πληγωμένο στην αυλή.

Σκληρά του κόψανε τα χαμηλά κλαδιά του

και στις νωπές πληγές χοντρές σταλαγματιές

το δάκρυ του αναβλύζει και στεγνώνει.

 

Μα τώρα δείχνει πιο ψηλό, δε συλλογίζεται

με πόσους θάνατους μικρούς, με πόσο πόνο

χρόνο τον χρόνο θ' απλωθεί ψηλό περήφανο

πάνω απ' τις στέγες που του κρύβουνε τον ήλιο.  

 

 


 

3 Φεβ 2022

Στέλιος Λουκάς: Μια πραγματική ιστορία

Τρία ποιήματα από τη συλλογή Με λένε Φόβο, Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2021.


 

ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ένας άνθρωπος ήταν φοβισμένος

Ήταν πολύ φοβισμένος

Μια μέρα έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε

Από το φόβο του παρασυρμένος

Συνέχισε να είναι φοβισμένος

Και πεθαμένος

Κάποτε, παράξενο μα συνέβη

Ένα αηδόνι έκανε τη φωλιά του

Στο μνήμα του

Όταν το αηδόνι κελαηδούσε

Ο πεθαμένος αγαλλίαζε, δε φοβόταν

 

*

 

ΖΕΙΣ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

Ζεις μονάχα μια φορά

Μονάχα μια φορά πεθαίνεις

Αξίζει να ζεις φοβισμένος;

Αξίζει να ζεις ηττημένος;

Ν' αντιστέκεσαι

Ν' αντιστέκεσαι

Ν' αντιστέκεσαι

Με πείσμα, με οργή

Σ' όλους τους ανάξιους και μοχθηρούς

 

*

 

ΜΟΝΟ Η ΟΜΟΡΦΙΑ

Μόνο η ομορφιά

Σου μαθαίνει την ορθογραφία της αγάπης

Να υποκλίνεσαι μπροστά της

Χωρίς έπαρση, χωρίς αλαζονεία

Με το πιο τρυφερό σου βλέμμα

 



 

31 Δεκ 2021

Για την «Πραγματογνωσία» του Ν. Γ. Πεντζίκη

Πριν ακόμη διαβάσω έργα του Ν.Γ. Πεντζίκη πιο συστηματικά, είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον πεζογράφο και να τον ρωτήσω ποιο θεωρεί καλύτερο βιβλίο του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μου είπε: «Την Πραγματογνωσία». Και μου εξήγησε ότι ο τίτλος οφειλόταν στο όνομα του μαθήματος που διδάσκονταν στις αρχές του εικοστού αιώνα οι μαθητές των ελληνικών σχολείων. Ένα μάθημα που ήταν το αγαπημένο του, αν και ο ίδιος έλαβε εκπαίδευση κυρίως στο σπίτι, όπως και η αδελφή του Χρυσούλα Αργυριάδου-Πεντζίκη, η γνωστή ποιήτρια Ζωή Καρέλλη.

Η συγγραφή της Πραγματογνωσίας ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με τη σημείωση τέλους, τον Δεκέμβριο του 1949. Αυτό σημαίνει ότι τον Ιούνιο του 1949, όταν άρχισε η τμηματική δημοσίευση στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές, το έργο ήταν ημιτελές. Μετά τη δημοσίευση της τελευταίας συνέχειας (Μάρτιος 1950) κυκλοφόρησε αυτοτελώς στη διάρκεια του ίδιου έτους, χωρίς όνομα τυπογράφου, ως ανατύπωση. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο χαράκτης Γιάννης Σβορώνος, μια μεγάλη μορφή της ελληνικής χαρακτικής. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου διαβάζουμε: «Το σχέδιο εχάραξε εις ένδειξιν φιλίας ο Γιάννης Σβορώνος». Στο πάνω μέρος το διακοσμητικό πλαίσιο διακόπτεται από ένα αερόστατο. Τον τίτλο Πραγματογνωσία ακολουθεί ο υπότιτλος: «Κείμενο σε συνέχεια». Κεντρικό κόσμημα του εξωφύλλου είναι ένα χέρι που κρατά φτερό γραφής. Το βιβλίο αποτελείται από 80 σελίδες (η σ. 5 έχει αρίθμηση 1). Τα τυπογραφικά λάθη της πρώτης έκδοσης είναι πάρα πολλά, ασυνήθιστα πολλά για έκδοση εκείνης της περιόδου. Τα κυριότερα παροράματα καταγράφονται στις τελευταίες δύο σελίδες. Το έργο αποτελείται από 24 κεφάλαια, με αρίθμηση Α'-ΚΔ'.

Σε μία διαλυμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο χώρα, όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο που μοιάζει και αυτό να αποτελεί προϊόν διάλυσης και κατακερματισμού. Ιστορικές αναφορές, επιμέρους εικόνες, βιβλιογραφικές παραπομπές και άλλες παρατηρήσεις, που φαινομενικά δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, δημιουργούν ένα ψηφιδωτό, μια νέα ενιαία εικόνα που φέρνει τη λογοτεχνία πιο κοντά στον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε. Για να το καταφέρει όμως αυτό ο Πεντζίκης, απομακρύνεται συνειδητά από τον παραδοσιακό στην εποχή του τρόπο γραφής και από τις μεγάλες σχολές της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού. Απομάκρυνση τόσο βίαιη λογοτεχνικά, που θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και παρεξηγήσεις άλλου τύπου: όπως ότι η ανατρεπτική του γραφή αγγίζει τα όρια της τρέλας ή της απόλυτης ιδιορρυθμίας. Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, συνεργάτης και ο ίδιος των Μακεδονικών Ημερών, του Κοχλία και των Μορφών, σε συζήτησή μας τον χαρακτήρισε «τρελή ιδιοφυΐα».

Οι αναγνώστες του έργου, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, θα πρέπει να ένιωσαν αμήχανοι με το πλήθος αναφορών σε πρόσωπα και πράγματα και με τις συνεχόμενες σελίδες που θύμιζαν αποσπάσματα από σημειωματάρια. Στη σελίδα 28 βρίσκουμε αναφορές στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, στον Καμενιάτη, στο Ολοκαύτωμα, τον Βιργίλιο και την Αινειάδα, στον Τζόυς. Στη σελίδα 51 ο συγγραφέας αναφέρεται στον Τσέχωφ, στον Κνουτ Χάμσουν, στον Πτωχοπρόδρομο, στον Ραμπελαί, στον Καβάφη, στους αγιορείτες μοναχούς, στον Ρίλκε, στους Αγγέλους και τις Ασώματες δυνάμεις.

Στην Πραγματογνωσία το βλέμμα του αφηγητή μετατοπίζεται διαρκώς. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη θάλασσα, τον έρωτα, τις καθημερινές σκηνές και τις κοινωνικές συναντήσεις στους δρόμους της πόλης, από έναν γάμο ή μια κηδεία, από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων, από το θέατρο και τον κινηματογράφο, από τις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος, από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Αυτό το σύνολο των μικρών ψηφίδων προβάλλεται ως η ίδια η ζωή της πόλης. Η Θεσσαλονίκη είναι οι άνθρωποι που την αποτελούν, οι πράξεις τους και ό,τι άλλο συμβαίνει στο παρόν, αλλά μαζί με αυτά και η ιστορική της μνήμη, η οποία επίσης αποτελείται από ένα σύνολο συγκεκριμένων γεγονότων. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για συνειρμική γραφή αλλά για καταγραφές ετερόκλητης προέλευσης, σε αρκετά σημεία οι συνειρμοί έχουν τον πρώτο λόγο. Ένα παράδειγμα (σ. 35): «Η καϋμένη η κυρία Ευμορφίδου νέα σχετικώς. Όλο φοβόταν πως ο άντρας της θα τη σκότωνε, όμως μόνη της διαφεύγοντας την επιτήρηση, πήγε κι' έπεσε στην κρύα θάλασσα. Εφέτος ο χειμώνας πήρε πολλούς. Στο σπίτι λίγο παραπάνω έφυγαν, μετά το θάνατο του άντρα από συγκοπή, μετοίκισαν για πιο οικονομικά. Αλλά ο νοικοκύρης δεν έχασε ούτε μια μέρα ενοίκιο. Αμέσως τώδωκε σ' άλλους που το ζήτησαν το διαμέρισμα νεοφερμένοι. Θαυμάζει κι' απορεί η ηλικιωμένη κυρία: στον κόσμο τί γίνεται, φεύγουν κι' έρχονται. Ξεχνάς τους παληούς και γνωρίζεις νέους».

Το 1977 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη (εκδ. ΑΣΕ Α.Ε.) μια νέα έκδοση της Πραγματογνωσίας, με εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο συγγραφέας. Προστίθενται άλλα επτά κείμενα, ενώ είναι διαφορετικός και ο τίτλος του βιβλίου: Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας γεωγραφικής. Στο εισαγωγικό σημείωμα διαβάζουμε: «Η αναχείρας έκδοση παρουσιάζει το αυτό κείμενο με πολλές βασικές διορθώσεις. Το ΚΔ' τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου ξαναγράφηκε ολόκληρο, δίχως όμως καμιά ουσιαστική αλλαγή του αρχικού νοήματος».

Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί άλλο πεζό κείμενο αυτής της ποιότητας και αυτής της πυκνότητας στη νεότερη Θεσσαλονίκη. Αλλά, αν γράφτηκε, πιθανότατα προέρχεται από τον ίδιο συγγραφέα. Η Πραγματογνωσία πρέπει να διαβαστεί με προσήλωση, με απόλυτη συγκέντρωση, επειδή δεν μπορεί ίσως να διαβαστεί με άλλον τρόπο. Όμως και πάλι το έργο, παρά τη μεγάλη λογοτεχνική του αξία, είναι πιθανό να φανεί σε πολλούς αναγνώστες αδιάφορο ή ακατανόητο. Η δυσκολία, κατά τη γνώμη μου, δεν έγκειται στο κείμενο καθεαυτό, που είναι και κατανοητό και ενδιαφέρον, αλλά στις προσδοκίες που συνήθως συνοδεύουν την ανάγνωση ενός πεζογραφήματος. 

Διονύσης Στεργιούλας


[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 8-9, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2021, σ. 311-314 /

Στήλη «Με ένστικτο επιβίωσης | Βιβλία που άντεξαν στον χρόνο»]


11 Νοε 2021

Η Βέροια του Γιάννη Καισαρίδη

[Γιάννης Καισαρίδης, Ώρες αιώρες, Διηγήματα, Eκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2021]



Η Βέροια του Γιάννη Καισαρίδη είναι ένα ολόκληρο λογοτεχνικό σύμπαν. Οι ανθρώπινες ιστορίες που καταγράφει φέρνουν μαζί τους εικόνες πολέμων, συγκρούσεων, εμμονών, αδιεξόδων, θανάτων, αλλά παραμένουν ανθρώπινες. Ο βίος συνδέεται άρρηκτα με τον θάνατο, η ζωή είναι μια πορεία προς τον θάνατο, αλλά και μια πορεία της οποίας προηγείται ο θάνατος. Και ταυτόχρονα τη συνοδεύει. Και ο λογοτέχνης δεν μπορεί να τα αγνοεί όλα αυτά, αν ενδιαφέρεται σοβαρά για την τέχνη του. Στο βιβλίο του Καισαρίδη άνθρωποι του μόχθου περπατούν στους ίδιους δρομους με την Κική Δημουλά, τον Νίκο Πεντζίκη, τον Δημήτριο Βικέλα και γίνονται όλοι μαζί τμήματα του πίνακα που εικονίζει την πόλη με τη μεγάλη παράδοση. Οι βυζαντινοί της ναοί με τις ωραίες τοιχογραφίες παρακολουθούν βουβοί την ιστορία να περνά από μπροστά τους και ενώ όλα παρέρχονται και παλιώνουν η τέχνη τους παραμένει νέα. Οι ιστορίες στις οποίες ο πεζογράφος εστιάζει το βλέμμα του, αν και έρχονται από μακριά, κρύβουν στον πυρήνα τους αλήθειες διαχρονικές, που δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση ή εκτενείς περιγραφές. Το ανθρώπινο δράμα παραμένει ακριβώς το ίδιο από όποια γωνία και αν το παρατηρεί ο θεατής. Όπως και στα κείμενα των ευαγγελίων, αυτό που λείπει από το βιβλίο είναι το χαμόγελο, το γέλιο, η εξωτερικευμένη χαρά. Συναντάμε όμως σε αρκετά πρόσωπα μια εσωτερική ικανοποίηση, που οφείλεται στο ότι παραμένουν πιστοί και συνεπείς στον εαυτό τους, στο ότι παραμένουν πλάνητες και δεν γίνονται δορυφόροι.

Αγνή Αγγελούδη 


9 Αυγ 2021

Χάικου στην ελληνική γλώσσα

[Με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Ρούσκα, Χοϊκά, Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια, Εκδόσεις Κοράλλι, Αθήνα 2021.]


Στο νέο του βιβλίο Χοϊκά ο Γιώργος Ρούσκας ψάχνει το νήμα ή τη μυστική διαδρομή που μπορεί να συνδέσει το γιαπωνέζικο χάικου με την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ποίηση. Σε έναν κατατοπιστικό πρόλογο δίνει συνοπτικές πληροφορίες για την ιστορία και τη δομή του χάικου, καθώς και για τις προσπάθειες ελλήνων ποιητών, όπως του Γιώργου Σεφέρη, να εκφραστούν μέσω της συγκεκριμένης μορφής ποιήματος. Επιχειρηματολογώντας ο συγγραφέας υπέρ του μικρού σε έκταση έργου και της μικρής στροφής θυμίζει τα λόγια του Απολλωνίου του Τυανέως στο ποίημα του Καβάφη «Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω»:

«Εγώ δε ες ιερόν»

είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών

πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ

όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού

ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.»

Το απόσπασμα του Φιλόστρατου μεταφράζει ο Γ. Π. Σαββίδης ως εξής: «Εγώ, περνώντας από κάποιον ναό, πολύ πιο ευχαρίστως θα έβλεπα μέσα του – και ας ήταν μικρός – ένα άγαλμα χρυσελεφάντινο, παρά σε μεγάλο ναό ένα πήλινο και ευτελές.»

Στη συνέχεια ο ποιητής παραθέτει μία σειρά δικών του χάικου με θεματολογία σχετική με τις λέξεις, τη φύση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, αλλά και με στοχασμούς για τη ζωή και τον θάνατο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, όπως διαπιστώνουμε από το κείμενο με τίτλο «Δεπέλλιχος». Μιλά για «διαμορφισμό» μεταξύ του «ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου» στίχου και του δεκαεπτασύλλαβου χάικου, που χαρακτηρίζονται από την ίδια δύναμη και πυκνότητα.

Και μία δική μου παρατήρηση, που προέκυψε διαβάζοντας τα δύο δοκίμια του Γιώργου Ρούσκα: Πολλοί από τους στίχους των επών του Ομήρου διαβάζονται (με τον σημερινό τρόπο προσωδίας) ως 17σύλλαβοι. Ως παράδειγμα αναφέρω τον πρώτο στίχο της Ιλιάδας και τον πρώτο στίχο της Οδύσσειας:

Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος

(1ος στίχος Ιλιάδας)

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ

(1ος στίχος Οδύσσειας)

Εξάλλου και οι Νίκος Καζαντζάκης και Ιωάννης Κακριδής επέλεξαν τον 17σύλλαβο στη συνεργασία τους για την απόδοση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στα νέα ελληνικά:

Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα

(1ος στίχος Ιλιάδας)

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος

(1ος στίχος Οδύσσειας)

Η συλλογή εικονογραφείται με σχέδια της Νεφέλης-Μαρίνας Ρούσκα, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του ποιητή. Τα ωραία αυτά σχέδια, που αναπαριστούν κυρίως εικόνες της φύσης, συνυπάρχουν αρμονικά με το περιεχόμενο των ποιημάτων. Δ.Σ.




31 Ιουλ 2021

Έλσα Κορνέτη: Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας / Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση, Εκδόσεις Κουκούτσι, Σειρά et cetera?, Αθήνα 2013.


10 

Όλοι οι κάκτοι είναι στο βάθος τρυφεροί.


18 

Μακάρι να ήταν ο κόσμος ιδανικός, αλλά σ' ένα ιδανικό κόσμο θα πέθαιναν οι άνθρωποι από πλήξη. Ας ζήσουμε καλύτερα στον ιδανικό κόσμο της φαντασίας μας όπου κανείς δεν κινδυνεύει.


19 

Ο ελαφρά σκεπτόμενος άνθρωπος έχει την ανατομία του φελλού. Πάντα επιπλέει. Ποτέ δεν βουλιάζει. Ο σκεπτόμενος έχει την ανατομία του βράχου. Στο τέλος πάντα βυθίζεται.


30

Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής σαρώνει πρώτα το σώμα ή το πνεύμα;


35

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για μια πραγματική ανατροπή, τότε θα πρέπει τα ψάρια να μπούνε στα κλουβιά και τα πουλιά στα ενυδρεία.


38

Πόσο συχνά έχεις την αίσθηση ότι είσαι ένα ανθρώπινο παζλ. Διαλύεσαι σε χίλια κομμάτια. Όταν όμως επανασυναρμολογείσαι λείπει πάντα ένα.


55

Όταν βλέπεις από μακριά τα γαϊδουράγκαθα σαν τριαντάφυλλα. Αυτό αποστρέφομαι.


56

Ο πολιτισμός της βραδύτητας είναι ο αντίποδας στη βαρβαρότητα της ταχύτητας. Με απλά λόγια: κινήσου με αργούς ρυθμούς. Αλλιώς δεν προλαβαίνεις να ζήσεις.


81

Έχεις άγνοια τελικά γι' αυτό που είσαι, γι' αυτό που θέλεις. Η επιτάχυνση της εποχής δεν σε αφήνει να μάθεις. Έχεις μάθει να θέλεις αυτό που θέλουν οι πολλοί. Οι περαστικοί. Οι βιαστικοί. Οι Άλλοι.


158

Σε δύο μόνον περιπτώσεις η πολυθραυσματική μας ύπαρξη γίνεται άρρηκτη και συμπαγής. Όταν αγαπάμε κι όταν ονειρευόμαστε.


246

Δεν υπάρχει τίποτα για να φοβηθείς εκτός από εσένα τον ίδιο.


253

Αληθινά δυνατός είναι όποιος κατέχει την επίγνωση και αποδοχή της ευθραυστότητάς του.


294

Πετυχημένος στο διαδίκτυο. Αποτυχημένος στη ζωή.


295

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: ναρκωτικά νέας γενιάς.


401

Ένας άνθρωπος που γράφει είναι ένας άνθρωπος που ανακουφίζεται. Σπανίως γνωρίζει την πηγή του πόνου του. Συνήθως γράφει για έναν άγνωστο πόνο.


420

Προσεγγίζοντας την τελειότητα το μόνο που κατορθώνεις είναι να μεγιστοποιήσεις τον φθόνο. Για ν' αγαπηθείς θα σε συμβούλευα να επενδύσεις στην ατέλεια.


430

Μια μεγάλη απώλεια που δεν απασχολεί πλέον κανέναν κάτοικο της πόλης: η μυρωδιά του χώματος μετά την βροχή.


538

Η αμετροέπεια επιτρέπεται μόνον στην αγάπη.


556

Αλήθεια, ποιος είναι ο άρρωστος τελικά; Ο καταθλιπτικός που είναι ανίκανος να δομήσει το μέλλον ή ο μη καταθλιπτικός που είναι ικανός να δομήσει το μέλλον, αλλά ανίκανος να ζήσει το παρόν;


562

Το πιο πετυχημένο τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι της εποχής λέγεται ηλεκτρονικός αποπροσανατολισμός. Εκτροπή της κατεύθυνσης της προσοχής στο μη ουσιώδες.


565

Η μοναδική άνοδος δείκτη που θα σώσει τον κόσμο θα είναι αυτή της συναισθηματικής νοημοσύνης της ανθρωπότητας.


567

Τις επιδημιολογικές μελέτες του μέλλοντος θ' απασχολήσουν όλες οι καχεκτικές αγάπες.


568

Να μην αργήσεις στο ραντεβού με τον εαυτό σου.


569

Τελικά δεν είναι το παραμύθι που ντύνει τη ζωή αλλά η ζωή το παραμύθι.