Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

5 Απρ 2024

Ευσταθία Δήμου: Αρχίλοχος


Αρχίλοχος, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Ευσταθία Δήμου, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία - Νίκας, Αθήνα 2023. 

 

Τον αρχαίο λυρικό ποιητή Αρχίλοχο τον Πάριο (7ος αιώνας π.Χ.) μας ξανασυστήνει η ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας Ευσταθία Δήμου, σε μία άρτια έκδοση. Ο «ποιητής του δόρατος και της αιχμής» παραδίδει μαθήματα επιβίωσης απευθυνόμενος τόσο σε πολεμιστές, με την κυριολεκτική χρήση του όρου, όσο και σε απλούς μαχητές της ζωής. Πολλοί στίχοι του, που περικλείουν σοφία και ευφυείς συλλογισμούς, θα μπορούσαν να αποτελέσουν συμβουλές για έναν επιτυχημένο και ευτυχή βίο. Η μετάφραση ποιημάτων και αποσπασμάτων συνοδεύεται από ερμηνευτικά σχόλια της Ευσταθίας Δήμου. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα της μεταφραστικής της τέχνης, μαζί με το αρχικό κείμενο:

 

ειμί δ’ εγώ θεράπων μεν Ενυαλίοιο άνακτος

και Μουσέων ερατόν δώρον επιστάμενος.


Υπηρέτης είμαι εγώ του βασιλέως Άρη

κι έχω το δώρο λάβει των Μουσών, το αξιέραστο.

Ελεγείες, απ. 1 West, σ. 37


*


εν δορί μεν μοι μάζα μεμαγμένη, εν δορί δ’ οίνος

Ισμαρικός· πίνω δ’ εν δορί κεκλιμένος.


Με το δόρυ μου βγάζω το ψωμί, με το δόρυ το κρασί

το Ισμαρικό και πίνω πλάι στο δόρυ μου γερμένος.

Ελεγείες, απ. 2 West, σ. 40


*


ούτε τί γαρ κλαίων ιήσομαι, ούτε κάκιον

θήσω τερπωλάς και θαλίας εφέπων.


Ούτε με τα κλάματα θα γιατρευτώ ούτε χειρότερο

θε να το κάνω, αν στα γλέντια ριχτώ και στις γιορτές.

Ελεγείες, απ. 11 West, σσ. 52-53


*


αλλά θεοί γαρ ανηκέστοισι κακοίσιν

ω φίλ επί κρατερήν τλημοσύνην έθεσαν

φάρμακον. άλλοτε άλλος έχει τόδε· νυν μεν ες ημέας

ετράπεθ, αιματόεν δ’ έλκος αναστένομεν,

εξαύτις δ ετέρους επαμείψεται. αλλά τάχιστα

τλήτε, γυναικείον πένθος απωσάμενοι.


Μα οι θεοί, για τις αγιάτρευτες τις συμφορές,

φίλε μου, την ανεξάντλητη βρήκανε υπομονή

για φάρμακο. Κι αυτές άλλοτε βρίσκουνε τον έναν, άλλοτε

τον άλλον· τώρα σ εμάς

πέσανε και γι ανοιχτή στενάζουμε πληγή.

Κι άλλους πάλι θα επισκεφθούν. Όμως γρήγορα

δείξτε καρτερία, διώξτε τη γυναικεία θλίψη.

Ελεγείες, απ. 13 West (απόσπασμα), σ. 55


*


[...] δήμου μεν επίρρησιν μελεδαίνων

ουδείς αν μάλα πόλλ’ ιμερόεντα πάθοι.


[...] όποιος του κόσμου την κατάκριση μετρά

πολλές δεν γεύεται χαρές.

Ελεγείες, απ. 14 West, σ. 57


*


[...] επίκουρος ανήρ τόσσον φίλος έσκε μάχηται.

[...] ο σύμμαχος ήταν φίλος μονάχα όσον καιρό πολεμούσε.

Ελεγείες, απ. 15 West, σ. 59


*


πάντα πόνος τεύχει θνητοίς μελέτη τε βροτείη.

Όλα τα φτιάχνουν οι θνητοί με κόπο και μ’ ασκήσεις.

Ελεγείες, απ. 17 West, σ. 61


*


«ου μοι τα Γύγεω του πολυχρύσου μέλει,

ουδ’ είλε πω με ζήλος, ουδ’ αγαίομαι

θεών έργα, μεγάλης δ’ ουκ ερέω τυραννίδος·

απόπροθεν γαρ εστιν οφθαλμών εμών».


«Ούτε για τα πλούτη του Γύγη του πολύχρυσου με μέλει,

ούτε ζήλια με κυρίευσε ποτέ, ούτε φθονώ

τα έργα των θεών και μεγάλη δεν πόθησα εξουσία·

μακριά στέκουν απ’ τα μάτια μου όλα ετούτα».

Τρίμετρα, απ. 19 West, σ. 63


*


επτά γαρ νεκρών πεσόντων, ους εμάρψαμεν ποσίν,

χείλιοι φονήες ειμεν.


Για εφτά νεκρούς που πέσανε και τους ποδοπατήσαμε,

χίλιοι βρισκόμαστε φονιάδες.

Τετράμετροι, απ. 101 West, σ. 83


*


και νέους θάρσυνε· νίκης δ’ εν θεοίσι πείρατα.

Τους νέους να ενθαρρύνεις· της νίκης το κατόρθωμα είναι των θεών.

Τετράμετροι, απ. 111 West, σ. 88


*


ου φιλέω μέγαν στρατηγόν ουδέ διαπεπλιγμένον

ουδέ βοστρύχοισι γαύρον ουδ’ υπεξυρημένον,

αλλά μοι σμικρός τις είη και περί κνήμας ιδείν

ροικός, ασφαλέως βεβηκώς ποσσί, καρδίης πλέως.


Δεν μου αρέσει ο σωματώδης στρατηγός που περπατά με βήματα μεγάλα

περήφανος για τα σγουρά του τα μαλλιά, το φρέσκο ξύρισμα,

για μένα καλύτερα μικρόσωμος και στραβοκάνης να ’ναι,

μα γερά στα πόδια να πατά, να ’χει καρδιά περίσσια.

Τετράμετροι, απ. 114 West, σ. 88


*


νυν δε Λεώφιλος μεν άρχει, Λεωφίλου δ’ επικρατείν,

Λεωφίλωι δε πάντα κείται, Λεώφιλον δ’ άκουε.


Τώρα ο Λεώφιλος κυβερνά, του Λεώφιλου είναι η εξουσία,

στον Λεώφιλο υπόκεινται τα πάντα, τον Λεώφιλο ν’ ακούς.

Τετράμετροι, απ. 115 West, σ. 91


*


θυμέ, θύμ’, αμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε,

αναδευ δυσμενών δ’ αλέξεο προσβαλών εναντίον

στέρνον ενδοκοισιν εχθρών πλησίον κατασταθείς

ασφαλέως· και μήτε νικέων αμφάδην αγάλλεο,

μηδέ νικηθείς εν οίκωι καταπεσών οδύρεο,

αλλά χαρτοίσιν τε χαίρε και κακοίσιν ασχάλα

μη λίην· γίνωσκε δ’ οίος ρυσμός ανθρώπους έχει.


Ψυχή, ψυχή μου, ταραγμένη από πένθη αδιανόητα,

ορθώσου, πήγαινε καταπάνω στους εχθρούς

πρόταξε το στήθος σου μπρος στην ενέδρα τους

σταθερά· και ούτε αν νικήσεις φανερά να το χαρείς

ούτε πάλι αν νικηθείς, μέσα στο σπίτι να οδύρεσαι πεσμένος.

Με τις χαρές να χαίρεσαι, με τις συμφορές να θλίβεσαι

όσο τους πρέπει. Να ξέρεις πάντα ποιος ρυθμός κατέχει

τους ανθρώπους.

Τετράμετροι, απ. 128 West, σ. 103-104


*


ου γαρ εσθλά κατθανούσι κερτομείν επ’ ανδράσιν.

Ευγενικό δεν είναι να χλευάζεις άνδρες που έχουν πια πεθάνει.

Τετράμετροι, απ. 134 West, σ. 111


*


τηι μεν ύδωρ εφόρει

δολοφρονέουσα χειρί, θητέρηι δε πυρ.


Με το ένα χέρι κουβαλούσε νερό,

η δολοπλόκα, και με το άλλο φωτιά.

Τετράμετροι, απ. 184 West, σ. 122


*


ίστη κατ’ ηκην κύματός τε κανέμου.

Στεκόταν εκεί που συναντιούνται το κύμα και ο άνεμος.

Αβέβαια, απ. 212 West, σ. 138


*


ψυχάς έχοντες κυμάτων εν αγκάλαις.

Εναποθέτοντας τις ζωές μας στην αγκαλιά των κυμάτων.

Αβέβαια, απ. 213 West, σ. 138


*


κατ’ οίκον εστρωφάτο μισητός βάβαξ.

Στο σπίτι τριγυρνούσε ένα ανυπόφορο μουρμουρητό.

Αμφίβολα, απ. 297 West, σ. 149


*


Ζευς εν θεοίσι μάντις αψευδέστατος

και τέλος αυτός έχει.


Ο Δίας αξιόπιστος είναι μάντης μες στους θεούς

και αυτός ξέρει το τέλος.

Αμφίβολα, απ. 298 West, σ. 149


*


εύδοντι δ’ αιρεί κύρτος.

Γι’ αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο κύρτος.

Αμφίβολα, απ. 307 West, σ. 150




28 Ιουλ 2023

Γκαλερί ΔΙΠΟΛΟ και Βασίλης Ιωαννίδης

Έργο του Ντίνου Παπασπύρου

Κατά την περίοδο 2008 έως 2011 ο Βασίλης Ιωαννίδης φιλοξένησε στη γκαλερί του Δίπολο (Δημητρίου Γούναρη 53) οκτώ εκθέσεις με θέμα τη Θεσσαλονίκη και κυρίως την αστική τοπιογραφία της. Πολλά από αυτά τα έργα εκτέθηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (Βίλα Μπιάνκα), μετά τον θάνατο του ζωγράφου και γκαλερίστα, σε μία μεγάλη έκθεση με τίτλο «Δίπολο: Ένα εικαστικό μυθιστόρημα για τη Θεσσαλονίκη» (2023). Με αφορμή την έκθεση κυκλοφόρησε ένας ιδιαίτερα επιμελημένος τόμος 228 σελίδων, την επιστημονική επιμέλεια του οποίου είχε ο εκλιπών, ενώ τον σχεδιασμό και την επιμέλεια δημιουργικού η κόρη του Μαρία Ιωαννίδου. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική συνθετική εργασία, για μια προσφορά του Βασίλη Ιωαννίδη στην πόλη του, στην τέχνη του και στους συναδέλφους του, από την οποία θα ωφεληθεί όχι μόνο το ειδικό κοινό, αλλά και το ευρύτερο κοινό που απολαμβάνει τη ζωγραφική και αγαπά τη Θεσσαλονίκη.


Στον τόμο εκπροσωπούνται με έργα τους οι ζωγράφοι: Γιάννης Αδαμαντίδης, Άρτεμις Βλαχοπούλου, Σώτος Ζαχαριάδης, Φώνης Ζογλοπίτης, Ναταλία Θωμαῒδου, Βασίλης Ιωαννίδης, Κώστας Κουτρουμπής, Γιάννης Μαβίδης, Φίλιππος Μάνος, Ντίνος Παπασπύρου και Γιάννης Τσατσάγιας. Τα έργα τους είναι κατανεμημένα στις παρακάτω ενότητες, που αντιστοιχούν σε εκθέσεις που έγιναν στη γκαλερί Δίπολο: Άνω Πόλη, Το λιμάνι, Παραλία - Θερμαϊκός, Σκηνές με ανθρώπους στην παραλία, Κεντρική αγορά, Παραβαρδάρια περιοχή - Σιδηροδρομικός σταθμός, Γενικές απόψεις της Θεσσαλονίκης - Περιαστικός χώρος, Μνημεία της Θεσσαλονίκης - Αρχιτεκτονικά και βιομηχανικά κτίσματα.

 

Έργα του Κώστα Κουτρουμπή


Έργα του Γιάννη Τσατσάγια

Έργο του Βασίλη Ιωαννίδη

Ο ζωγράφος-γκαλερίστας Βασίλης Ιωαννίδης (2010)


15 Αυγ 2022

Ζωή Σαμαρά: «Ποίηση της κριτικής»*

Ποίηση είναι να πάρεις το άδειο και να το γεμίσεις, για να νιώσεις το δέος της δημιουργίας∙ να πάρεις το γεμάτο και να το αδειάσεις, για να ζήσεις τη γοητεία της ερημιάς1.

«Τι λέει;» απόρησε η μητέρα τού Rimbaud, μπροστά στο πολύμορφο Μια εποχή στην κόλαση, που αξιοποιεί και υπερβαίνει όλα τα είδη της γραφής. Ο νεαρός ποιητής απάντησε: «Λέει αυτό που λέει», και πρόσθεσε μια φράση-κλειδί για την ανάγνωση της ποίησης: «littéralement et dans tous les sens». Καθώς η λέξη «sens» σημαίνει σημασία και κατεύθυνση, η φράση έχει τουλάχιστον δύο σύνθετα νοήματα

με τη σειρά που το βλέπεις και με όποια σειρά θέλεις

κατά κυριολεξία και με όλες του τις σημασίες.

Διαβάζω ένα ποιητικό βιβλίο, το ξαναδιαβάζω, το περιδιαβάζω. Με εμπνέει και θέλω να γράψω γι’ αυτό. Δεν θα επιτρέψω, ωστόσο, στον εαυτό μου να περάσει στη γραφή, αν δεν το νιώσω, αν δεν το ζήσω, ακριβώς όπως ένας δημιουργός το έργο του. Κι εκείνο συνεχώς ξεφεύγει από τα χέρια μου, από το βλέμμα μου. Προσπαθεί να με ξεγελάσει. Ανατρέπει με μια του λέξη ό,τι συνέλαβα ως τώρα με τη βάσανο της επαρκούς ανάγνωσης.

Θυμάμαι την εποχή που διάβαζα ακαταπόνητα τον Jean Cocteau. Μεταπτυχιακή σε θέματα ποιητικής, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τους ορισμούς των λογοτεχνικών ειδών που διακονούσε. Τους τίτλους των βιβλίων θεατρικών του έργων ακολουθούσε η ένδειξη poésie de théâtre, θεατρική ποίηση, των μυθιστορημάτων του poésie de roman, μυθιστορηματική ποίηση. Με τον ίδιο τρόπο έγραφε poésie critique, κριτική ποίηση, που επιλέγω να μεταφράσω ποίηση της κριτικής. Βρήκα την απάντηση στην poésie cinématographique, κινηματογραφική ποίηση, στην ταινία του Le Testament dOrphée (Η διαθήκη του Ορφέα, 1960) σχόλιο για το σύνολο του έργου του, με σεναριογράφο, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο, και με φίλους του, μεγάλους της τέχνης, όπως ο Πικάσο, σε σύντομες εμφανίσεις. Το έργο αρχίζει με τον Cocteau να ζωγραφίζει λουλούδια σε βάζο. Όταν η κάμερα στρέφεται στον πίνακα, βλέπουμε μια αυτοπροσωπογραφία. Όπως σχολίασε ο ίδιος: «Ο καλλιτέχνης πάντα αναπαριστά τον εαυτό του». Εικάζω ότι, για τον πολυτάλαντο Γάλλο ποιητή, ποίηση σημαίνει τη θέαση του κόσμου και την απεικόνιση του δημιουργικού εγώ. Διαφωνώ με το δεύτερο σκέλος του ορισμού, επαναστατώ, αργότερα συνθηκολογώ, έτοιμη να αρχίσω τη συζήτηση με κάποιο βιβλίο, πάντα πρώτα με το βιβλίο, στη συνέχεια με το συγγραφέα του, δηλαδή, το Έργο του, και μάλλον αυτό υπαινισσόταν ο καλλιτέχνης με το πορτραίτο του: ο συγγραφέας αντανακλά το έργο του όσο το έργο το συγγραφέα του.

Αναρωτιέμαι τότε αν ο ποιητής οφείλει να αποκαλύψει τα μυστικά τού ποιήματος∙ απαντώ αρνητικά. Και αν κρύβονται στο ασυνείδητο και δεν τα γνωρίζει; Και αν με μια του λέξη δώσει την τελική –και τελειωτική– ερμηνεία στο ποίημα; Ίσως βέβαια οι εικασίες μου να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα – το ασυνείδητο να μην μπορεί να κρύψει τα μυστικά μας για πολύ, τελική ερμηνεία να μην υπάρχει στην τέχνη. Άρα, το μόνο αναμφισβήτητο μυστήριο είναι η παντοδυναμία της ποιητικής γλώσσας, όταν αφήνει ένα κενό στη γεύση του αναγνώστη, θυμίζοντάς του ότι η ποίηση γράφεται για να ξαναδιαβαστεί. Ο ποιητής, εντούτοις, οφείλει να δώσει τη δική του μαρτυρία, σε κείμενό του, για το πώς οδηγήθηκε στη γραφή γενικά ή του συγκεκριμένου έργου. Να μας προσκαλέσει σε ένα δικό του ταξίδι.

Καθώς δίδασκα ποίηση μια ζωή, είχα πολλές φορές την ευκαιρία να καλέσω τους φοιτητές να μοιραστούν το δέος που ένιωθα μπροστά στους σπουδαίους ποιητές, να περπατήσουν στον ίδιο τόπο με τον ποιητή, να βιώσουν τις λέξεις, να τις αναλύσουν με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Τους ζητούσα να διαβάζουν το ποίημα δυνατά και σιωπηλά. Να ζήσουν την προφορική και τη γραπτή του όψη. Nα ανακαλύψουν τη λειτουργία της ποιητικής λέξης, κυρίως με ποιο τρόπο παίζει θέατρο. Καλή ηθοποιός, υποδύεται συγχρόνως πολλές σημασίες, ενώ η κάθε σημασία παίζει κρυφτό μαζί μας, εμφανίζεται, κρύβεται –όπως το παιχνίδι fort/da του εγγονού του Freud– και, το δευτερόλεπτο που τη χάνουμε από τη σκέψη μας, ανανεώνεται. Φανταστείτε λοιπόν τι γίνεται, έλεγα, όταν ξαναδιαβάσουμε το ποίημα την επόμενη μέρα. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε από την πρώτη ανάγνωση έχουν το χρόνο να λειτουργήσουν δημιουργικά, ώστε να πρόκειται για άλλο ποίημα, πιο ώριμο, πιο σύνθετο. Τελικά, η ποίηση είναι λέξεις, αλλά ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση στη γλώσσα: γεννά λέξεις και τις ενθαρρύνει να αλλάζουν συνεχώς προσωπείο. Αυτά τα προσωπεία ήθελα να φορέσει στη λέξη ο φοιτητής, να γευτεί τη θεατρική μαγεία της.

Αν μεταφράσω φαντασιακά τον τίτλο του Barthes Le plaisir du texte ως Η έκσταση του κειμένου, αναφέρομαι σε προνόμιο που το κείμενο παραχωρεί μόνο στον υπέρ-αναγνώστη. Αναγιγνώσκω: γνωρίζω ξανά. Διαβάζουμε γιατί έχουμε παιδεία. Δεν είναι φαύλος κύκλος, είναι μαγικός κύκλος. Αν δεν έχουμε καλή σχέση με το βιβλίο, δεν αποκτούμε τον δικό μας τρόπο να βλέπουμε την ποίηση, τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη ζωή. Και τότε, η ποίηση-λογοτεχνία, καθώς αναπτύσσεται από την πολυσημία της, κινδυνεύει να γίνει μονοσήμαντη. Αναγιγνώσκουμε το βιβλίο με τα μάτια ανοιχτά. Αν η ανάγνωση γίνει με τα μάτια κλειστά, θα ξαναμάθεις μόνο όσα γνωρίζεις.

Η ποίηση, γράφω σε πρόλογό μου2, είναι η πιο ουσιαστική προσφορά στη θεά Μνημοσύνη. Όταν ο άνθρωπος βρεθεί σε έναν γκρίζο κόσμο, που δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί, τα ενθαρρυντικά χαμόγελα των οικείων του μοιάζουν με φωτοσκιάσεις όντων από άγνωστο πλανήτη. Τότε η ποίηση θυμάται την ετυμολογία της και ποιεί. Οι μεγάλοι τραγικοί, έγραφε ο Αριστοτέλης, «πολιτικώς εποίουν λέγοντας»3.

Στη μελέτη μου «Μυθικές δομές και σύγχρονη συνείδηση»4, παρακολουθώ τους κοινούς θνητούς στην αρχαία ελληνική γραμματεία, καθώς ξεκινούν για το μεγάλο ταξίδι. Αγέρωχη η στάση τους ακόμη και στο θάνατο, κρατούν έναν οβολό για τον Χάρωνα, τον πορθμέα του Άδη. Όταν, στους Βατράχους, ο Αριστοφάνης αναπαριστά το βαρκάρη γέρο και οκνηρό και τους νεκρούς ακούσιους κωπηλάτες, δημιουργεί μία εξόχως κωμική εικόνα, χωρίς να ανατρέπει την ουσία του μύθου. Ο ποιητής αναπλάθει την κοινωνία και την ποίηση, με μια δική του διαλεκτική. Μύθος και ονειροπόληση δημιουργούν τον κοσμικό χωρόχρονο και συνδέουν το δημιουργό με τις χαμένες ρίζες του5.

Εξίσου σημαντική με το χώρο είναι, για τη γραφή του ποιήματος, η ονειροπόληση. Και καθώς στα ομηρικά έπη ονειροπόλος είναι εκείνος που κατέχει την επιστήμη της ονειρικής6, ενώ στους πλατωνικούς διαλόγους ονειροπολέω σημαίνει «ονειρεύομαι»7, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, στην αρχαία σκέψη, τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης του είναι κάτοικοι στη χώρα του Φαντασιακού. Η ονειροπόληση επιτρέπει στον ποιητή να αναπαυθεί στην καρδιά του σύμπαντος. Και όταν το δίπολο ονειροπόληση-μύθος ολοκληρώνεται σε τριαδικό σχήμα (ονειροπόληση-μύθος-ποίηση), όπως η φιλοσοφική έκφραση της θεωρίας της σχετικότητας (χώρος-χρόνος-είναι), κινούμαστε από τη μοναχικότητα της ονειροπόλησης στη συλλογικότητα του προφορικού μύθου, και ξανά σε ατομική δημιουργία, αλλά του γραπτού αυτή τη φορά. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, ότι η μοναχικότητα του γραπτού πηγάζει από κοσμικό φαινόμενο8.

Αν οι σχέσεις κειμένου και κριτικής είναι διαλογικές, τότε το εγώ-λογοτεχνία βλέπει την εικόνα του στον καθρέφτη-κριτική, κατανοεί τη νέα του ύπαρξη, ενώ παρακολουθεί τον εαυτό του από την άλλη πλευρά, με τα μάτια της κριτικής. Αυτή η θέαση ισχυροποιεί τη διαλογική φύση της γραφής και μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε στο κείμενό μας την εγγραφή του Άλλου. Γι’ αυτό και πολλοί κριτικοί δεν θεωρούν τη λογοτεχνικότητα ενδογενή ιδιότητα του κειμένου, αλλά μια αξία που απονέμεται από την κριτική9.

Ο Roger Fayolle έγραφε πριν από πολλά χρόνια στο βιβλίο του Η κριτική: «Ο παραδοσιακός διαχωρισμός ανάμεσα σε δημιουργούς και κριτικούς δεν έχει πια νόημα. Ο πραγματικός κριτικός είναι δημιουργός όσο και ο ποιητής»10.

Πόσο όμως δημιουργικός είναι σήμερα ο ποιητής; Ζούμε στον κόσμο της υπερ-πληροφόρησης. Γι’ αυτό και ζούμε, όπως λέει ο Baudrillard, στον κόσμο της μη σημασίας, της απουσίας νοημάτων11. Ο κόσμος μας είναι καταδικασμένος στην ανάλυση, συχνά στη διάλυση, στην αποσύνθεση, βρίσκεται μακριά από το ρήμα ποιέω. Ο ρόλος του κριτικού γίνεται επομένως πρωταρχικός. Ο κριτικός δεν κρίνει πια. Θέτει το ερώτημα πώς παράγεται το νόημα, δημιουργεί ο ίδιος νοήματα και ξαναγράφει. Για να γράψει πρέπει να αισθανθεί αυτό που ο Proust αποκαλούσε «ζωή στην τέχνη»12, μια σύνθετη άποψη για τη ζωή που βρίσκεται μέσα στα λογοτεχνικά κείμενα που μελετά.

Μετά από πολλές δεκαετίες διδασκαλίας, μελέτης και γραφής, ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν έχω καμιά αμφιβολία πως, σε πρώτο στάδιο, η ποίηση γράφει τον ποιητή, τον δημιουργεί, τον μεταμορφώνει. Και τότε, ο ποιητής γράφει, γιατί έχει πλέον απόλυτη εμπιστοσύνη στις λέξεις, γιατί, αθεράπευτος υπερρεαλιστής, ερωτοτροπεί συνεχώς μαζί τους. Η δική του ερμηνεία των ποιημάτων του είναι τα ίδια τα ποιήματα. Και ο κριτικός γράφει, γιατί τολμά να κοιτάξει κατάματα το ποίημα, γιατί ερωτοτροπεί με την ποιητική γλώσσα του Άλλου, γιατί το ποίημα του δίνει την ψευδαίσθηση ίσως και τη βεβαιότητα ότι εκείνη τη στιγμή είναι και ο ίδιος ποιητής.

Αν, λοιπόν, γράφεις κριτική, δεν απαντάς στο γνωστό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής το είπε. Θέλει να πει αυτό που λέει το ποίημα (Rimbaud). Ο Έλληνας ποιητής το λέει από την εποχή του Ομήρου. Αυτό είναι το μεγαλείο της Ελληνικής. Ο πλούτος της οφείλεται στις βαθιές ρίζες της και στους μεγάλους ποιητές της. Αυτό τουλάχιστον ποιος ανάμεσά μας τολμά να το αμφισβητήσει;

Ζωή Σαμαρά

 

1 Από συνέντευξή μου στη Λιάνα Τσώνου, Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 30 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 2006.

2 Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης (Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer), Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ρώμη, 2019, σ. 7.

3 Ποιητική 1450b.

4 Ποίηση και Όνειρο, Πρακτικά 32ου Συμποσίου Ποίησης (5-8 Ιουλίου 2012), Αθήνα, Εκδόσεις Μανδραγόρας / Δοκίμια και Κριτική, 2013, σ. 55-61.

5 Βλ. την αντιφώνησή μου «Ανάγνωση Γνώση Ποίηση», Αναγόρευση Ζωής Σαμαρά σε επίτιμη διδάκτορα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, 2009, σ. 18.

6 Ιλιάδα Α 63, Ε 149.

7 Πολιτεία 534c, Τίμαιος 52b.

8 Θεωρία που προτείνω στη μελέτη «Rêverie et Mythe», Questions de Mythocritique. Dictionnaire, επιμ. Danièle Chauvin, André Siganos, Philippe Walter, Παρίσι, Εκδόσεις Imago, 2005, σ. 295-305.

9 Βλ. την ανακοίνωσή μου «Η κριτική ως λογοτεχνικό είδος», Συμπόσιο, 20 χρόνια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τα Τετράδια της Π.Π.Κ. (Μάιος 1998), τεύχος 6, σ. 22.

10 La Critique, Παρίσι, Armand Colin, 1978, σ. 155.

11 Jean Baudrillard, Simulacres et Simulations, Παρίσι, Galilée, 1981, σ. 121.

12 Marcel Proust, Pastiches et Mélanges, Παρίσι, Gallimard, 1919 (1970), σ. 102. 

 

[*Το κείμενο της Ζωής Σαμαρά αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Απόπλους, τεύχος 89-90, φθινόπωρο 2021, σ. 149-53.]

 

 

2 Μαΐ 2022

Τα συμφραζόμενα συγκροτούν το νόημα

[Ειρήνη Βακαλοπούλου, Τοκάτα, Εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2021]

Ένας ιδιαίτερος ψυχισμός αλλά και μια ιδιαίτερη αντίληψη και άποψη για τη γλώσσα και για την ποίηση αποκαλύπτονται στην ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή Τοκάτα τής Ειρήνης Βακαλοπούλου. Σε προηγούμενα ποιήματά της υπήρχαν διάσπαρτα δάκρυα, ενώ εδώ ένα κλάμα, ένα ενιαίο μοιρολόγι, ένα έργο που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της φθοράς και της πολυδιάσπασης που χαρακτηρίζουν και τον κόσμο συνολικά και τον προσωπικό μας κόσμο. Η ποιήτρια ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει: «Όψη θανάτου / στη λήξη του θέρους». Δεν υπάρχει κάποιου είδους αναζήτηση, αφού όλα είναι γνωστά, αφού το τέλος έχει ήδη προηγηθεί: «έχω υπάρξει πολλές φορές νεκρός». Στο ένα και μοναδικό ποίημα του βιβλίου όλα τελούν υπό κατάρρευση, μέχρι που έρχεται ο τελευταίος στίχος να ανατρέψει κάθε μελαγχολική ενατένιση της ζωής: «Είμαι ζωντανός». Στην Τοκάτα η έλλειψη κεντρικού εμφανούς νοηματικού πυρήνα και η ποικιλομορφία εικόνων και αναφορών δημιουργούν την εντύπωση ότι τα συμφραζόμενα συγκροτούν το νόημα, ότι το κεντρικό θέμα του ποιήματος προκύπτει από την περιγραφή του πλαισίου. Πρόκειται για ένα ποίημα δύσκολο στην ερμηνεία του, που μπορεί όμως να διαβαστεί και να κατανοηθεί με πολλούς τρόπους. Για όσους αναγνώστες το επιθυμούν, μπορεί να συνεχιστεί η ανάγνωση και έξω από το βιβλίο, στη δική τους ζωή. Ακολουθούν τρία μικρά αποσπάσματα: 


«Το αίμα κάνει πόλεμο

  είναι ποτάμι

  πηγαίνει με τη φορά της συλλαβής

  μα εσύ αντάλλαξες την άγρια ταχύτητα

  μ' αέρα κρύο κι άκαμπτο»

  (σ. 11) 


«Είσαι η ανοιχτή πύλη της χαράς

  κι ένα φύλλωμα απ' τον Παράδεισο.»

  (σ. 13)


 «λυπάμαι για την άπειρη μέρα

   κάθε πρωί πρέπει να της μαθαίνω

   τα ίδια πράγματα

   να μην ξεχάσω να της πω το ένα

   να μην ξεχάσω να της πω το άλλο

   και πως σε άλλη γεωμετρία

   κάθε τι είναι όπως το αφήσαμε.»

   (σ. 15)

Αγνή Αγγελούδη

21 Απρ 2022

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Χάρτινα πλούτη

Δύο ποιήματα από τη συλλογή Διαλέγω το λευκό, Εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022.


ΧΑΡΤΙΝΑ ΠΛΟΥΤΗ


Χάρτινα κάστρα έγραφε η μοίρα μας

από τους χάρτινούς μας πύργους να θωρούμε

τον κάμπο κάτω τον βαθύ, τους χίλιους κήπους μας

χαμένους μέσα στις δροσιές και τις σκιές τους.


Χάρτινες θάλασσες πλατιές, χάρτινα όνειρα

πλεούμενα μικρά λευκά πανάκια

χάρτινα βότσαλα μικρά, χάρτινα βήματα

σ' άγνωστους όμορφους γιαλούς αγαπημένους.


Χάρτινα πρόσωπα μάς δώρισε μετά,

                                 χάρτινα δάκρυα

ανώδυνα γλυκά που δεν κυλούνε

χάρτινα λόγια κι αγκαλιές, χάρτινους έρωτες

χάρτινα κόκκινα φιλιά που δεν ξεφτούνε.

 

*

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

 

Το δέντρο στέκει πληγωμένο στην αυλή.

Σκληρά του κόψανε τα χαμηλά κλαδιά του

και στις νωπές πληγές χοντρές σταλαγματιές

το δάκρυ του αναβλύζει και στεγνώνει.

 

Μα τώρα δείχνει πιο ψηλό, δε συλλογίζεται

με πόσους θάνατους μικρούς, με πόσο πόνο

χρόνο τον χρόνο θ' απλωθεί ψηλό περήφανο

πάνω απ' τις στέγες που του κρύβουνε τον ήλιο.